- κοράσια
- κοράσιονlittle girlneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπελιά — Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του κεντρικού τμήματος του νομού, στα όρια με τον νομό Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινούντος. * * * η κοπέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + κατάλ.… … Dictionary of Greek
κοράσι — και κοράσιο, το (ΑM κοράσιον, Μ και κοράσιν) γυναίκα σε νεαρή ηλικία, κορίτσι, άγαμη κοπέλα («να δεις κοράσια πλια όμορφα παρά την Αρετούσαν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. θεραπαινίδα, ακόλουθος μσν. 1. κόρη, θυγατέρα 2. σύζυγος 3. ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κορασ(ι)ά — η (Μ κορασιά) 1. κορίτσι, κοπέλα 2. κόρη, θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορ άσ ι(ον) + κατάλ. ιά πιθ. κατά το νιά] … Dictionary of Greek
κορασιώδης — κορασιώδης, ῶδες (Α) αυτός που αρμόζει σε κοράσια, κοριτσίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, πνευματ ώδης)] … Dictionary of Greek